- λιμοκόλαξ
- λῑμο-κόλαξ, ᾰκος, ὁ,A hungry flatterer, ib.1074.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμοκόλαξ — λιμοκόλαξ, ακος, ὁ (Α) πειναλέος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κόλαξ (πρβλ. δημο κόλαξ, μουσο κόλαξ)] … Dictionary of Greek
λιμοκόλακες — λιμοκόλαξ hungry flatterer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek